Θεματικές Ενότητες

1. Άρθρα που αφορούν στο χωριό: συλλογή δημοσιεύσεων που το περιεχόμενό τους αφορά στο χωριό των Κουραμάδων.

2. Οικογένειες των Κουραμάδων: Γενεαλογικά και άλλα στοιχεία που αφορούν στις οικογένειες που ζούσαν και ζουν στους Κουραμάδες.

3. Παραδόσεις: Τοπικά ήθη και έθιμα του χωριού των Κουραμάδων και της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Κέρκυρας.

4. Προσωπικότητες των Κουραμάδων: Πληροφορίες για εξέχοντες Κουραμαδίτες.

27 Ιουλίου 2009

Η εκκλησία και το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονος

Η πρώτη εκκλησία που συναντά κανείς εισερχόμενος στο χωριό των Κουραμάδων είναι αυτή του Αγίου Παντελεήμονος. Πρόκειται για έναν μικρό ναό με τη λιτή αρχιτεκτονική της μονόκλιτης βασιλικής που κυριαρχεί στις Ιόνιες Νήσους. Καμπαναριό δεν υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν ανεγέρθη με δαπάνες ενός χωριανού.
Η ιστορία του ναού είναι μακραίωνη, όπως και των υπολοίπων εκκλησιών των Κουραμάδων. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πότε χτίστηκε, καθώς οι πηγές μας χρονολογούνται από τα τέλη του 15ου αιώνα και εξής. Είναι πάντως σαφές ότι η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος υπήρχε ήδη το 1500, και ότι συνδεόταν με την οικογένεια Λαγγαδίτη στην οποία ανήκε.
Στην οικογένεια Λαγγαδίτη θα γίνει πληρέστερη αναφορά σε άλλο άρθρο, εδώ όμως θα αναφέρουμε ότι θεωρείται ως μία από τις παλαιότερες του χωριού, με ενδεχόμενη καταγωγή από τον Λαγγαδά Θεσσαλονίκης (σε αυτό συνηγορούν πολλά στοιχεία).
Στις αρχές, λοιπόν, του 16ου αιώνα, η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος ανήκε «γιους πατρονάτους» (jus patronatus: πατρογονικῷ δικαιώματι) στους Λαγγαδίτες, όπως και η περισσότερη γη γύρω από τον ναό. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της γης αποτελούσε κτήματα του Αγίου Παντελεήμονος, τα οποία αξιοποιούνταν για τη συντήρηση και τη λειτουργία της εκκλησίας. Από τα εισοδήματα που απέφεραν τα κτήματα πληρωνόταν ο εφημέριος, τον οποίο προσελάμβανε με σύμβαση η διαχειριστική επιτροπή του ναού.
Κατά τον 16ο αιώνα πάντως, μία άλλη οικογένεια, αυτή των Χυτήρηδων, η οποία μετρούσε κάποιες δεκαετίες στους Κουραμάδες, άρχισε να μεγαλώνει και να επεκτείνεται στο χωριό, αγοράζοντας γη, κυρίως από τους Λαγγαδίτες. Έτσι, σε λίγα χρόνια, στα μέσα του αιώνα, βρίσκουμε τους Χυτήρηδες να έχουν αποκτήσει μερίδιο στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος. Αργότερα, κτητορικά δικαιώματα απέκτησαν και οι οικογένειες Κοσκινά και Γραμμένου.
Μέχρι το 1869 ο Άγιος Παντελεήμων λειτουργούσε ως ξεχωριστή ενορία, όμως, κατά τη χρονιά εκείνη, ενσωματώθηκε στην ενορία του Αγίου Ιωάννη Καλυβίτη, ως μετόχι της. Το κτητορικό καθεστώς του Αγίου Ιωάννη ήταν το ίδιο με αυτό του Αγίου Παντελεήμονος: ανήκε στις οικογένειες Χυτήρη, Γραμμένου, Κοσκινά και Λαγγαδίτη. Το 1915 πραγματοποιήθηκε η ενοποίηση όλων των ενοριών του χωριού.
Η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος ανακαινίστηκε το 1700 και το 1844, όταν τοποθετήθηκε το ξύλινο τέμπλο με εικόνες του ιερομόναχου Δανιήλ Κόκλα. Το 1895 το τέμπλο αυτό αντικαταστάθηκε με αυτό που υπάρχει και σήμερα.

Το πανηγύρι

Το πανηγύρι, ως προέκταση της εορταστικής Λειτουργίας και του προσκυνήματος του Αγίου Παντελεήμονος, καθιερώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1890. Εφημέριος τότε ήταν ο π. Κωνσταντίνος Χυτήρης, και διοργανωτές του πανηγυριού οι Νικηφόρος Γραμμένος του Γιαννιού, Ονούφριος Σγούρος του Κωσταντή, Γεώργιος Χυτήρης του «Μπουκιέζου», Αθανάσης Χυτήρης του «Μπαράκουλα», και άλλοι νέοι του χωριού. Οργανοπαίκτες ήταν ο Χριστόδουλος Χυτήρης «Πιστάνκος» στο βιολί, και ο Ιωάννης Γραμμένος «Τσουξής» στην κιθάρα.
Οι χοροί ήταν παραδοσιακοί της περιοχής της Μέσης. Ήταν οι ίδιοι χοροί που χορεύονταν στους γάμους, ενώ αργότερα ενσωματώθηκαν και οι νεοφερμένοι χοροί «του Κάιζερ», επηρεασμένοι από τη βιεννέζικη μόδα της εποχής.
Από τα πρώτα χρόνια το πανηγύρι «έπιασε», καθώς προσέλκυσε πανηγυριώτες και από τα γύρω χωριά. Τότε, το κάθε χωριό είχε τους δικούς του χορούς και οργανοπαίκτες, οπότε μπορούμε να φανταστούμε τι γινόταν όταν μαζεύονταν πανηγυριώτες από πολλά χωριά.
Οι πανηγυριώτες και κυρίως οι γυναίκες, φορούσαν παραδοσιακές στολές και στολίδια, ενώ όσες ήταν νιόπαντρες ή αρραβωνιασμένες, φορούσαν στο κεφάλι το γνωστό «φιόρι». Όσοι έρχονταν από μακριά με υποζύγια (γαϊδούρια και άλογα), τα στόλιζαν και αυτά με κεντητά στρωσίδια στην πλάτη τους και χάνδρες στο κεφάλι.
Οι χοροί στήνονταν σε ένα ξέφωτο που υπήρχε τότε κοντά στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος, στον ίσκιο της ελιάς, αφού τότε τα πανηγύρια γίνονταν κατά τη διάρκεια της ημέρας, νωρίς το απόγευμα. Λόγω της ζέστης, οι πανηγυριώτες ξεδιψούσαν με νερό που κουβαλούσαν παιδιά με σταμνάκια, κερδίζοντας έτσι ένα καλό χαρτζιλίκι. Στα «παβγιόνια» προσφέρονταν λεμονάδα, μεζέδες και ντόπιο κρασί, το οποίο διατηρούσαν δροσερό μέσα σε κρύο νερό.
Υπήρχαν μικροπωλητές με κουλούρια «βουρλιές» (αρμαθιές) και «κουτσούλους πιπεράτους», γλυκίσματα για τα παιδιά, τα λεγόμενα «σπαθιά καβαλαίοι», τα οποία ήταν φτιαγμένα από χρωματισμένη καραμέλα, ή και «κουτσούνες», κούκλες χειροποίητες για τα κορίτσια.
Η μορφή αυτού του πανηγυριού κράτησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε με την ευκολία του ηλεκτρισμού και τη γενική εξέλιξη των πραγμάτων, πολύ λίγα στοιχεία διατηρήθηκαν. Όπως και στα υπόλοιπα πανηγύρια της Κέρκυρας, τα τοπικά παραδοσιακά τραγούδια και οι χοροί υποχώρησαν, αφήνοντας χώρο για τα λεγόμενα «λαϊκά» και στις ορχήστρες έκανε την εμφάνισή του το μπουζούκι με ακούσματα ξένα και άσχετα με τον κερκυραϊκό πολιτισμό. Παρόλα αυτά, η διάθεση των Κουραμαδιτών παραμένει η ίδια με παλιά. Το κέφι τους παραμένει αναλλοίωτο, όπως τα «παβγιόνια» που παραδοσιακά στήνονται κάθε χρόνο στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονος στις 27 Ιουλίου.

Κωνσταντίνος Γραμμένος "Παλικάρης"

*Τα στοιχεία και οι περιγραφές του πανηγυριού στα πρώτα του χρόνια προέρχονται από μαρτυρίες της Αθηνάς Γραμμένου (1879-1976), το γένος Σγούρου ("Πίτσουνα")

9 Απριλίου 2009

Κατασχέσεις λόγω χρεών στην Κέρκυρα της Βενετοκρατίας

Η οικονομικές και πολιτικές δομές της Κέρκυρας κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, δημιούργησαν ένα περιβάλλον στο οποίο οι κερκυραίοι χωρικοί βρίσκονταν σχεδόν μονίμως σε δυσχερή θέση. Το καθεστώς της γαιοκτησίας και η έλλειψη πολιτικών δικαιωμάτων των αγροτών, οδηγούσε συχνά στην απώλεια της ακίνητης περιουσίας των ελεύθερων γεωργών, και την ενσωμάτωσή της στις μεγάλες ιδιοκτησίες των ντόπιων αριστοκρατών.
Παρά τις προβλέψεις και τους νόμους των Βενετών, με τους οποίους στόχευαν στην προστασία των κατοίκων της υπαίθρου, ώστε να μην εκλείψει η τάξη των ελεύθερων γεωργών που θα είχε αρνητικές συνέπειες για την κοινωνική ειρήνη και την ευημερία της Κέρκυρας, στην πραγματικότητα η συνήθεις οικονομικές πρακτικές λειτουργούσαν προς όφελος των μεγάλων ιδιοκτητών. Εκτός αυτού, η απουσία ή υπολειτουργία (όπως στην περίπτωση του Ενεχυροδανειστηρίου) χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, επέτρεπε την αποκλειστική σχεδόν περάτωση δανειοδοτικών πράξεων από τους αριστοκράτες, πλούσιους αστούς και μέλη της Εβραϊκής Κοινότητας.
Όπως έχουμε πολλές φορές αναφέρει, ο δανεισμός με τόκο απαγορευόταν αρχικά στην Κέρκυρα, όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ως αντιστάθμισμα αυτής της απαγόρευσης, είχαν επινοηθεί οι πρακτικές του «προστυχίου», δηλαδή της υποτιμημένης προαγοράς γεωργικών προϊόντων, καθώς και του «βλησιδίου», δηλαδή της δανειακής σύμβασης με ενέχυρο.
Στο πλαίσιο αυτό, τα μέτρα που μπορούσε να λάβει η Διοίκηση για την προστασία των δανειοληπτών ήταν περιορισμένα, όπως με την επιβολή διατίμησης των γεωργικών προϊόντων που είδαμε την προηγούμενη εβδομάδα. Συγχρόνως, τα οικονομικά ήθη της εποχής, προέβλεπαν ότι σε περίπτωση μη εξυπηρέτησης χρεών, ο πιστωτής μπορούσε να κατασχέσει περιουσιακά στοιχεία του χρεώστη. Δεν ήταν, λοιπόν, λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες οι κερκυραίοι αγρότες, ειδικά σε συγκυρίες πτωχών σοδειών, μην μπορώντας να εξυπηρετήσουν τις συμβατικές υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει κατά τη σύναψη κάποιου δανείου, έχαναν στοιχεία της ακίνητης περιουσίας τους.
Συνήθως τα υπό κατάσχεση περιουσιακά στοιχεία ήταν κτήματα, χωράφια, ελαιώνες και αμπέλια, τα οποία κατά κανόνα συνέχιζε να τα καλλιεργεί ο οφειλέτης και οι κληρονόμοι του, έναντι «σολδιάτικκου» (μισθώματος) στον πιστωτή στου οποίου την κυριότητα περιέρχονταν. Σπανιότερα, όμως, συναντούμε και περιπτώσεις που το κατασχεθέν ακίνητο ήταν το ίδιο το σπίτι του οφειλέτη.
Μία τέτοια περίπτωση εντοπίσαμε στο Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας, στον κώδικα του νοταρίου ιερέως Στελιανού Γραμμένου.

Κατάσχεση οικίας λόγω χρεών στους Κουραμάδες (17ος αι.)

Εν Χριστού ονόματι αμήν. 1664, ημέρα 10 του Νοεμβρίου μηνός, έμπροσθεν οσπιτίου εμού Νοταρίου στο χωρίο των Συναράδων.
Επειδή και ο παρών Τίμιος και Ευγενής Š Στελιανός Καλικιόπουλος είχε πάρει το σπίτι και σόχωρο[1] του ποτέ Νικολού Βέργη και Αθάνου Βέργη, αδελφοί από χωρίο Κουραμάδων διά χρέος απερασμένο όπου είχε να λάβη εξ αυτούς, τα οποία του ακουϊστάρησε[2] με χέρι της Δικαιοσύνης[3] ως καθώς τα πάντα φαίνονται στο Οφίκιο[4] του Κάγγελου[5], διά τούτο την σήμερον οι παρόντες κυρ Αθάνος Βέργης και κυρ Θεοδόσης, αδελφοί, υιοί του ποτέ Αντρία, ήλθον προς τον άνωθεν Ευγενή Καλικιόπουλο και παρεκάλεσαν αυτόν να τους δώση το αυτό σπίτιον και σόχωρο όπου είναι στο χωρίο των Κουραμάδων, διατί δεν δείνονται, μήτε έχουν τον μόδο[6] να ξαγοράσουν αυτά, μόνον θέλουν να τους τα δώση με βάρος σολδιάτικου[7], διά να του πληρώνουν και δίδουν τον πάσα χρόνον τόσο κρασί μούστο καλό και άδολο, και ο άνωθεν Ευγενής Καλικιόπουλος ηθέλησε να τους ευχαριστήση από αγαποσύνης αυτού. Διά τούτο συνεφώνησαν και ποιούν το παρών κομπρομέσο[8] διά δυνάμεως του οποίου εξέλεξαν τιμητάς και εξετιμωτάς του άνωθεν οσπιτίου και σοχώρου τον μαστρο Χριστόδουλο Σαϊγιά, χτήστη και μαραγκό, και κυρ Δήμο Βασιλάκη, πρακτικό[9], προς τους οποίους.....
Α.Ν.Κ., Τόμος Γ 101

Από το παραπάνω κείμενο προκύπτει ότι στον Στ. Χαλικιόπουλο το δικαστήριο κατακύρωσε το σπίτι των αδελφών Βέργη ως αντίκρισμα της οφειλής, ανεξάρτητα από το ύψος της. Γι’ αυτόν τον λόγο, όταν τα δύο μέρη ήλθαν σε συμβιβασμό, διόρισαν εκτιμητές, οι οποίοι τα αποφαίνονταν για την πραγματική αξία του σπιτιού, άρα και το ύψος του μισθώματος που θα απέδιδαν οι πρώην ιδιοκτήτες.

_______________________
Σημειώσεις

[1] Σόχωρο: η αυλή, συνήθως περίκλειστη.
[2] Ακουϊστάρω: αποκτώ.
[3] Χέρι της Δικαιοσύνης: εδώ απόφαση δικαστηρίου.
[4] Οφίκιο: γραφείο, υπηρεσία.
[5] Κάγγελο: Καγκελαρία, η Γραμματεία της Διοικήσεως.
[6] Μόδος: τρόπος.
[7] Σολδιάτικο: μίσθωμα.
[8] Κομπρομέσο: συμβιβασμός.
[9] Πρακτικός: εμπειρογνώμονας.

(Το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")

15 Φεβρουαρίου 2009

Γεράσιμος Χυτήρης


Ο Γεράσιμος Χυτήρης είναι ένας από τους σημαντικότερους Κουραμαδίτες της πρόσφατης ιστορίας του χωριού, του οποίου η προσωπικότητα και το έργο κόσμησε και ακόμη κοσμεί ολόκληρο το νησί της Κέρκυρας. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην άοκνη εργασία του για τον πολιτισμό του νησιού, αλλά και στην προσωπικότητά του που χαρακτηριζόταν από μετριοφροσύνη, αγάπη για την πατρίδα του και τους ανθρώπους της.
Γεννήθηκε στους Κουραμάδες το 1913, από τον Θεόδωρο Χυτήρη και την Κατερίνα Γραμμένου. Ο Θεόδωρος αγαπούσε τα γράμματα, όμως η απώλεια του πατέρα του και οι ανάγκες της ζωής δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει σπουδές πέρα από το Ελληνικό Σχολείο των Καστελλάνων όπου φοίτησε για δύο χρόνια. Παρόλα αυτά, ως αντίδραση στη δική του πορεία, φαίνεται ότι ήταν αποφασισμένος να προσφέρει στον γιο του, Γεράσιμο, όσα ο ίδιος είχε στερηθεί. Έτσι, ο Γεράσιμος ακολούθησε μία πορεία στην εκπαίδευση, η οποία ξεκίνησε από το Δημοτικό Σχολείο των Κουραμάδων (1920-1924), συνεχίστηκε στο Σχολαρχείο Καστελλάνων (1924-1927) και έκλεισε στην Ιερατική Σχολή της Κέρκυρας μέχρι τον τερματισμό της λειτουργίας της το 1930. Το κλείσιμο της σχολής αυτής κόστισε ίσως στον Γεράσιμο Χυτήρη τη συνέχιση των σπουδών του, καθώς δεν μπορούσε πλέον να εισαχθεί στο Γυμνάσιο. Ενδεχομένως, λοιπόν, το γεγονός αυτό να στάθηκε  ως τροχοπέδη στην εξέλιξή του ίσως στον ακαδημαϊκό χώρο.
Σε πείσμα, πάντως αυτής της εξέλιξης, ο Γεράσιμος Χυτήρης, φρόντισε ο ίδιος για την περαιτέρω μόρφωσή του και απτόητος διεκδίκησε τη θέση του στην πνευματική ζωή του τόπου. Το 1931, δεκαοκτώ μόλις ετών, δημοσίευσε στο περιοδικό «Επτάνησος» το πρώτο του ποίημα με τίτλο «Πόθος». Το ποίημα αυτό έμεινε ουσιαστικά χωρίς συνέχεια για μερικά χρόνια, αφού η στράτευση, οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις και αργότερα ο πόλεμος και η Κατοχή δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει στο πεδίο της λογοτεχνίας.
Στο τέλος του πολέμου, πάντως, ο Γεράσιμος Χυτήρης φάνηκε «ετοιμοπόλεμος», ξεκινώντας μία πολύχρονη και επιτυχημένη συνεργασία με τον Κώστα Δαφνή στην εφημερίδα του, «Κερκυραϊκά Νέα», και αργότερα στα «Κερκυραϊκά Χρονικά». Η ταυτόχρονη σχεδόν πρόσληψή του στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών, βοήθησε επίσης στη συγγραφική δραστηριοποίησή του, αφού αφενός τον σταθεροποίησε επαγγελματικά, και, αφετέρου, επειδή τα πολλά προβλήματα στον χώρο της εργασίας του τον ώθησαν σε άλλες διεξόδους όσον αφορά στις πνευματικές του ανησυχίες και την ανάγκη του για δημιουργία.
Από τότε, και μέχρι σχεδόν τον θάνατό του, ο Γεράσιμος Χυτήρης αρθρογραφούσε τακτικά, θίγοντας θέματα ιστορίας και πολιτισμού της Κέρκυρας, αλλά και σύγχρονα ζητήματα, με τρόπο δεικτικό, αλλά και εποικοδομητικό. Η ηθική του ιδιοσυγκρασία τον ωθούσε σε μία αδέκαστη και συνάμα δίκαιη κριτική φαινομένων, νοοτροπιών και γεγονότων, προερχόμενη από την αγάπη του για τον τόπο και την αγωνία του για το μέλλον του. Παράλληλα με την δημοσιογραφική του ενασχόληση, ασχολήθηκε εκτενέστατα με την έρευνα στο ιστορικό και το λαογραφικό πεδίο, συλλέγοντας πολύτιμο υλικό και δημοσιεύοντας μελέτες οι οποίες απετέλεσαν έμπνευση για πολλούς, και οι οποίες ακόμη και σήμερα συνιστούν αναντικατάστατα εργαλεία για τους ερευνητές.
Τη λογοτεχνία δεν τη λησμόνησε -δεν θα μπορούσε άλλωστε- ως γνήσιο τέκνο της κερκυραϊκής παράδοσης που θέλει τη λογιοσύνη και τη λογοτεχνική δημιουργία να πηγαίνουν πλάι-πλάι. Μελέτησε όσο λίγοι τους Κερκυραίους λογοτέχνες της Επτανησιακής και της Κερκυραϊκής Σχολής, προσφέροντάς μάς μελέτες για τον Ντίνο Θεοτόκη, τον Λορέντζο Μαβίλη τον Γεράσιμο Μαρκορά, τον Ηλία Σταύρου και άλλους, αναδεικνύοντας το έργο τους. Παράλληλα, αποδείχθηκε άξιος μαθητής τους, όπως αποδεικνύεται από τις ποιητικές του συλλογές και το μικρό, αλλά μεστό και καλλίμορφο πεζογραφικό του έργο.
Για την εργογραφία του Γεράσιμου Χυτήρη έχουν γραφεί πολλά και η δημιουργία του, όπως και η σημασία της για την Κέρκυρα δεν χρήζουν άλλης παρουσίασης, και, οπωσδήποτε, άλλων εγκωμίων. Ούτε η προσωπικότητά του, η κοσμημένη από τις αρετές της φιλοπατρίας, της αναζήτησης της δικαιοσύνης και της μετριοφροσύνης έχει ανάγκη από διαφήμιση. Παρόλα αυτά, δεν θα μπορούσαμε να μην τον αναφέρουμε σε τούτη την παρουσίαση του χωριού στο οποίο γεννήθηκε, καθώς δεν αποτελεί απλώς έναν μεγάλο Κουραμαδίτη, αλλά, πάνω από όλα, ένα λαμπρό παράδειγμα, το οποίο οφείλουμε να αναδεικνύουμε.
Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε μερικά στοιχεία του έργου του που έχουν σημασία για το χωριό που τον γέννησε.
 Κατ’ αρχήν το περίφημο «Κερκυραϊκό Γλωσσάρι» του, το οποίο αποτελεί θησαυρό για τη μελέτη της κερκυραϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς, έχει ιδιαίτερη σημασία για την περιοχή των Κουραμάδων, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των λημμάτων του αφορά στο τοπικό ιδίωμα της Μέσης. Και τούτο είναι ξεχωριστό γιατί η συνήθης πρακτική της ιστοριογραφίας και των επιστημονικών ιστορικών μελετών είναι να επικεντρώνεται η έρευνα στο κέντρο, την πόλη της Κέρκυρας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται στρεβλές εντυπώσεις και να εξάγονται συμπεράσματα που αποκλίνουν από την πραγματικότητα, όσον αφορά στο παρελθόν και το πολιτισμικό υπόβαθρο του νησιού.
 Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της στρεβλής εικόνας της Κέρκυρας ως αποτέλεσμα έρευνας η οποία επικεντρώθηκε στην πόλη, μπορεί να αναφερθεί η μελέτη «Οἱ ξένοι ἐν Κερκύρᾳ» του Σπυρίδωνα Στούπη, όπου οι Κερκυραίοι παρουσιάζονται ως ελλιπείς ελληνικής εθνικής συνείδησης, κατά πλειοψηφία Καθολικοί στο δόγμα, το κερκυραϊκό ιδίωμα ως ελάχιστα ελληνικό κ.α. Αν και το έργο αυτό ελέγχεται επιστημονικά καθώς έχει βασιστεί σε λανθασμένη μέθοδο και υποπίπτει συχνά σε αναχρονισμούς, συναισθηματισμούς που γεννούν την εμπάθεια του συγγραφέα και αναγωγή του μερικού σε γενικό, έτυχε της αναγνώρισης από την Ακαδημία Αθηνών η οποία το βράβευσε, συμβάλλοντας έτσι στη διάχυση μίας εντύπωσης για τους Κερκυραίους, η οποία είναι τουλάχιστον ανυπόστατη και άδικη.
Με το «Κερκυραϊκό Γλωσσάρι» και τη μελέτη του «Το γλωσσικό ιδίωμα της Κέρκυρας», ο Γεράσιμος Χυτήρης αποκατέστησε την πραγματικότητα με τρόπο αθόρυβο, αλλά και τελεσίδικο. Μέσω της καταγραφής και της ανάλυσης της ντοπιολαλιάς της Μέσης Κέρκυρας, δηλαδή του κομματιού εκείνου της κερκυραϊκής υπαίθρου που συγκέντρωνε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, απέδειξε τη διαχρονικότητα του ιδιώματος και τη δομική του συνέχεια από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, παρά την εξακοσιόχρονη σχεδόν ξενική κυριαρχία, και παρά τη συνεχή επαφή των κατοίκων της Μέσης με το κερκυραϊκό άστυ όπου κυριάρχησαν σε αυτό το διάστημα ιταλικά πολιτιστικά πρότυπα και η γλώσσα της κυριάρχου Βενετίας.
Και για τα δύο αυτά έργα ο Γεράσιμος Χυτήρης βασίστηκε στα δικά του ακούσματα, στην παρατήρηση του γλωσσικού εργαλείου των δικών του ανθρώπων, των συγχωριανών του. Οπωσδήποτε, αξιοποίησε και άλλο υλικό, όμως είναι ξεκάθαρο ότι η ευρεία βάση της εργασίας του συνίστατο στην ντοπιολαλιά των Κουραμάδων.
Μα και στο λογοτεχνικό του έργο, βλέπει κανείς τον Γεράσιμο Χυτήρη να ανατρέχει στο χωριό του, στις εικόνες και τ’ ακούσματά του, όταν πρόβαλλε η ανάγκη να αναφερθεί στην κερκυραϊκή ύπαιθρο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του έργου του «Το μέγα δρυ», ένα αφήγημα που θα τον κατέτασσε στους κορυφαίους Έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του αν είχε προβληθεί στους λογοτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας και ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν λίγο πιο «ματαιόδοξος». Στο έργο αυτό πραγματεύεται την έλευση και εγκατάσταση μικρασιατών προσφύγων σε ένα χωριό της Κέρκυρας. Όταν ο αναγνώστης θεωρήσει ότι το χωριό αυτό είναι οι Κουραμάδες, η χωροταξία και η «σκηνοθεσία» της ιστορίας μπαίνουν στη θέση τους και η δράση αποκτά απόλυτη σαφήνεια. Δεν είμαστε σε θέση να πούμε αν αντίστοιχα έπραξε και για κάποια από τα πρόσωπα που εμφανίζονται στο αφήγημα, είναι όμως βέβαιο, ότι μέσα από τη διήγησή του, ο Γεράσιμος Χυτήρης διέσωσε ένα μέρος της εικόνας των Κουραμάδων όπως ήταν κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Η μετριοφροσύνη του και η έλξη που του ασκούσε η έρευνα και η συγγραφή τον έκαναν να φαίνεται κλειστός και απρόσιτος σε πολλούς συγχωριανούς του. Ερχόταν συχνά με το λεωφορείο της γραμμής, και κατευθυνόταν αμέσως προς το πατρικό του σπίτι στη Μεγάλη Πέτρα. Δεν κυκλοφορούσε ιδιαίτερα στο χωριό, παρά προτιμούσε τη γραφίδα του και τα βιβλία του από το καφενείο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η μνήμη του είναι πιο έντονη στην πόλη της Κέρκυρας, παρά στο χωριό που τον γέννησε. Όμως, όσοι Κουραμαδίτες είχαν τη χαρά να μελετήσουν τις εργασίες και τα λογοτεχνήματά του, έχουν εκτιμήσει βαθύτατα το έργο του, όσοι ήρθαν σε επαφή με τους χώρους στους οποίους εκείνος κινούταν στην πόλη, την Αναγνωστική, την Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών κ.α., αισθάνονται υπερήφανοι που κατάγονται από το ίδιο μέρος με τον Γεράσιμο Χυτήρη. Πάνω από όλα, όμως, όλοι τον αναγνωρίζουν ως ένα πρότυπο φιλοπατρίας και λογιοσύνης, το οποίο επιβάλλεται να γνωρίσουν και άλλοι…

Ανδρέας Γραμμένος

(τα βιογραφικά στοιχεία αντλήθηκαν κυρίως από το βιβλίο του Θεοδόση Πυλαρινού "Σημειώσεις ενός Κερκυραίου", εκδ. Γαβριηλίδης, 2010)

Παπα Σπύρος Κοσκινάς

υπό σύνταξη...

21 Ιανουαρίου 2009

ΚΟΝΤΟΣΤΑΒΛΟΙ: ΟΙ «ΣΕΡΙΦΗΔΕΣ» ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

Κατά τον Μεσαίωνα και τους αιώνες που ακολούθησαν μέχρι την εμφάνιση του στιβαρού κράτους τον 19ο αιώνα, η κρατική μηχανή αδυνατούσε να ελέγξει κεντρικά την ύπαιθρο. Τον ρόλο αυτό είχαν αναλάβει, στην περίπτωση της βενετικής Ανατολής, οι Κοντόσταβλοι (ιταλικά contestabile), οι οποίοι ήταν οι διοικητές των πολιτοφυλάκων (cernidi) και τηρητές της έννομης τάξης στις περιφέρειές τους.
Δυστυχώς η ιστορική έρευνα δεν μας επιτρέπει να αποφανθούμε για τα πλήρη καθήκοντα αυτών των τοπικών αξιωματούχων, ούτε για τον τρόπο ανάδειξής τους. Αυτό που προκύπτει με βεβαιότητα από την ανάλυση των πηγών είναι ότι δεν υπήρχε ένας Κοντόσταβλος ανά Πρακτωρία (διοικητικό διαμέρισμα, υποδιαίρεση του ΒαΙλάτου), όπως υποστήριξε ο Ε. Λούντζης[1], αλλά κάθε χωριό είχε τον δικό του Κοντόσταβλο.
Αν και δεν υπάρχουν αρκετές αναφορές σχετικά με τα στρατιωτικά καθήκοντα των Κοντόσταβλων, το Ιστορικό Αρχείο Κερκύρας διαθέτει αρκετά έγγραφα αναφορικά με την αστυνομική τους δράση. Οι Κοντόσταβλοι είχαν την ευθύνη τήρησης του νόμου στις περιφέρειές τους, σε διοικητικές, αστικές και ποινικές υποθέσεις. Ακόμη, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που επέβαλαν τις αποφάσεις των Γερόντων, όσες τουλάχιστον ήταν δεσμευτικές για τους πληθυσμούς των χωριών.
Ως εκ τούτου, επενέβαιναν αυτεπάγγελτα σε περιπτώσεις ποινικών αδικημάτων, από κλοπές και εμπρησμούς, μέχρι οικογενειακή βία και κάθε είδους βανδαλισμούς. Όσον αφορά στο αστικό δίκαιο της εποχής, οι Κοντόσταβλοι συνέτασσαν και διαβίβαζαν στη Διοίκηση και τα δικαστήρια μηνυτήριες αναφορές κατόπιν αιτήσεως των πολιτών. Μια τέτοια περίπτωση εντοπίζουμε στο παρακάτω νοταριακό έγγραφο.

ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΜΗΝΥΣΕΩΣ ΣΤΟΥΣ ΚΟΥΡΑΜΑΔΕΣ (17ος αι.)

1668, ημέρα 12 τουΙουλίου μηνός, η παρούσα κυράτζα Θεοδούλα, γυνή του ποτέ Νικολού Λαγγαδίτη από χωρίο Κουραμάδων, είχε καρελάρη[2] τον κυρ Δήμο Λαγγαδίτη στην Καγγελαρία του Εκλαμπροτάτου Ρεγγεμέντου[3], καιρόν απερασμένον ως καθώς η αυτή καρέλα περιέχει, γινάμενη από τον Κοντόσταυλο Τζάννη Πουλιέζο. Διά τούτο η άνωθεν κυράτζα Θεοδούλα ρεμοβέρεται[4] από την αυτή καρέλα από παντός τρόπου όπου να ήθελε καρτερή τον αυτόν Δήμο, παρακαλώντας και την δικαιοσύνην να μη προτζεδέρη[5] πλέον κόντρα του αυτού Λαγκαδίτη και τα εξής. Μάρτυρες κυρ Λινός Σαμοΐλης και Γιώργος Αλαμάνος.
Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Γ 101, σ. 66

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η κυράτζα Θεοδούλα είχε με κάποιον τρόπο αδικηθεί από έναν άνδρα του χωριού. Σε αντίστοιχες περιπτώσεις μεταξύ ανδρών έχουμε δει ότι συνήθως πραγματοποιούταν διακανονισμός με πρωτοβουλία των εμπλεκομένων ή των Γερόντων. Στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο διακανονισμός δεν ήταν επιθυμητός αρχικά, αλλά πραγματοποιήθηκε κατόπιν της μηνύσεως της Θεοδούλας και της παρέμβασης του Κονστόσταβλου.
Πράγματι, οι Κοντόσταβλοι δεν ήταν απλώς οι αντιπρόσωποι της εξουσίας που επέβαλλαν των Νόμο, αλλά συχνά λειτουργούσαν ως υπερασπιστές των αδυνάτων που δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν το δίκιο τους μέσω του εθιμικού δικαίου ή δεν το τολμούσαν.
_____________________

[1] Ερ. Λούντζης, Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Καραβίας- Αναστατικές Εκδόσεις.
[2] Καρέλα – καρελάρω: μήνυση, μηνύω.
[3] Ρεγγεμέντο: Διοίκηση.
[4] Ρεμοβέρομαι: αποσύρρομαι.
[5] Προσεδέρω: κινώ διαδικασίες.

(Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα" από τον Ανδρέα Γραμμένο"

Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ στις ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές, κατά το παρελθόν δεν υπήρχε οργανωμένο σύστημα βασικής εκπαίδευσης πριν από τον Διαφωτισμό. Στη χώρα μας, τόσο στα Επτάνησα, όσο και στο κράτος που προέκυψε από την Επανάσταση τα εκπαιδευτικά συστήματα που εφαρμόστηκαν καταρτίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1820 και κατά τη δεκαετία του 1830.
Και στις δύο περιοχές η εκπαίδευση της περιόδου εκείνης φέρει τη σφραγίδα του Ι. Καποδίστρια, ο οποίος, ως Γραμματέας Επικρατείας της Ιονίου Πολιτείας ,είχε εισηγηθεί τον Νόμο της Εθνικής Παιδείας το 1804, ενώ, μερικά χρόνια αργότερα, ως Κυβερνήτης του Ελληνικού Κράτους, έθεσε ψηλά στις προτεραιότητές του την οργάνωση εθνικού συστήματος εκπαίδευσης.
Το τι συνέβη στην Ελλάδα με την έλευση των Βαυαρών, είναι γνωστό. Τι απέγινε όμως η εκπαίδευση στα Επτάνησα μετά τον Καποδίστρια και την Ιόνιο Πολιτεία;
Δυστυχώς για τον τόπο μας, και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες πολλών, η κατάσταση στη βασική εκπαίδευση έμεινε ουσιαστικά στάσιμη από την εποχή των Βενετών, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Οι ευκατάστατοι μπορούσαν να παρέχουν υψηλής στάθμης εκπαίδευση στα παιδιά τους, ενώ τα παιδιά των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων μάθαιναν ελάχιστα ή και καθόλου γράμματα.
Παρά την ελπιδοφόρα πολιτική του Καποδίστρια, οι εναλλαγές στην πολιτική κυριαρχία επί των νήσων, οι πολεμικές αναταραχές από το 1807 μέχρι το 1814 και η σκληρή αποικιοκρατική αντίληψη της Βρετανικής Προστασίας κατά την πρώτη κυρίως δεκαετία, δεν άφησαν πολλά περιθώρια στους Επτανησίους για εξέλιξη. Ειδικότερα στην ύπαιθρο, τα πράγματα φαίνεται πως δεν άλλαξαν σχεδόν καθόλου. Όπως συνέβαινε για αιώνες, ένας παπάς αγωνιζόταν με τις πενιχρές του γνώσεις και τα εκκλησιαστικά βιβλία να διδάξει τους μικρούς μαθητές.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1820 γίνεται μια προσπάθεια από πλευράς Ιονικού Κράτους και Αγγλικής Προστασίας να ανασυγκροτηθεί το σύστημα εκπαίδευσης. Στο πλαίσιο αυτό έγινε μια προσπάθεια καταγραφής της υφισταμένης κατάστασης …από την Αστυνομία!
Τα στοιχεία που περιέχονται στο παρακάτω ερωτηματολόγιο αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της κερκυραϊκής υπαίθρου.

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ (19ος αι.)
Κορφοί 12 Ιουλίου 1827
Κύριε Προεστέ του χωρίου Κουραμάδες

Είσαι προσταγμένος από την Εκτελεστικήν Αστυνομίαν, να αποκριθής χωρίς άργητα εις τα κάτωθεν ζητήματα, εις το πλάγι του καθενός των αυτών, και αφ’ ού τελειώσεις την παρούσαν, θα την δόσεις του Επιστάτη της Περιοχής σου διά να την στείλη εις τούτο το Οφφίκιον.
Ο Ιερεύς του Χωρίου σου θα σε βοηθήσει περί τούτου, διά να γίνονται σωστά τα όσα λαμβάνονται εις την παρούσαν.
1ον Ο αριθμός των σχολείων οπού ευρίσκονται εις το Χωρίον σου;
2ον Αν είναι δημόσια ή μερικά;
3ον Το όνομα των Διδασκάλων ή Διδασκάλου και των μισθόν τους;
4ον Ο αριθμός των μαθητών με την ξεδιάλεξιν αν είναι Θηλυκά ή Αρσενικά;
5ον Ο τρόπος της διδασκαλείας;
6ον Αν πληρώνονται από την Διοίκησιν ή από τους μερικούς ανθρώπους;
7ον Τι παίρνει διά μισθόν του ο καθένας;
8ον Τα έξοδα του κάθε σχολείου;
9ον Το όνομα της Εκκλησίας είς την ενορίαν της οποίας ευρίσκονται τα σχολεία;

Υγείενε

Ο Έφορος της Εκτελεστικής Αστυνομίας
Μ. Κρούμμ


Κουραμάδες 8/20 Ιουλίου 1827 ε.α.

Σημείοσης εις τα κάτωθεν ζητήματα ως ακολουθοί


1: Είναι ένα Σχολείον μόνον- - -
2: Είναι Μερικόν- - -
3: Σπυρίδων ιερεύς Κοσκινάς, από το άνωθεν χωρίον- - -
4: Ο αριθμός είναι δέκα έξη παιδάκια μικρά, όλλα αρσενικά- - -
5: Παλαιός, όχι κατά την αλιλοδιδαχτικήν μέθοδον, αλλά την εκκλησίας- - -
6: Από τους μερικούς ανθρώπους- - -
7: Εις τον μισθόν του διδασκάλου είναι συμφωνιμένος ως ακολουθοί:
ένα τάλαρο αφού διδάξει την παιδαγωγίαν- -
δίο διά την Οκτώηχον - - -
δίο διά το Ψαλτήριον- - -
τρία διά τον Απόστολον και Ανθολόγιον - - -
8: Εις το παρόν δεν είναι έξοδα - - -
9: Εις την ενορίαν ο Άγιος Ιωάννης εί και εις το σπύτη του άνοθεν διδασκάλου ευρίσκονται - - -

Χριστόδουλος Χητήρης
Προεστώς


(Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα" από τον Ανδρέα Γραμμένο)

Η ΒΑΣΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ (16ος -18ος αι.)

Πολλά έχουν γραφεί και άλλα τόσα έχουν ακουστεί για τον ρόλο της Εκκλησίας στην εκπαίδευση στις ελληνικές περιοχές κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Αν και ο διάλογος γενικά εξαντλείται στο αν υπήρξε ή όχι το «Κρυφό σχολειό», η ουσία του ζητήματος έγκειται στο αν η Εκκλησία διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στην εκπαίδευση των Ελλήνων, τη διάσωση της γλώσσας και του πολιτισμού. Ένα άλλο, επίσης σημαντικό στοιχείο που παραβλέπεται στον δημόσιο διάλογο που έχει προκύψει, είναι η σύγκριση με τις ελληνικές περιοχές εκτός της οθωμανικής κυριαρχίας –όπως τα Επτάνησα-, και η κατάσταση που επικρατούσε στην Ευρώπη κατά την ίδια περίοδο.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, είναι γεγονός ότι, μέχρι τον 18ο αιώνα, σε ολόκληρη την Ευρώπη, πλην κάποιων εξαιρέσεων, δεν υπήρχε οργανωμένο σύστημα βασικής εκπαίδευσης. Άλλωστε, το κράτος πρόνοιας, δηλαδή ένας συγκροτημένος δημόσιος μηχανισμός που παρέχει κοινωνικά αγαθά στους πολίτες του, είναι μία έννοια που διαμορφώθηκε κυρίως από τους Διαφωτιστές και άρχισε να πραγματώνεται από τον 19ο αιώνα.
Μέχρι τότε, οργανωμένα δημόσια σχολεία λειτουργούσαν σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια και αφορούσαν περιορισμένο μέρος του πληθυσμού. Για παράδειγμα, έχουμε την περίπτωση της Κέρκυρας, όπου υπήρχε σχολείο με έναν δάσκαλο για τα ελληνικά και, αργότερα άλλον ένα για τα ιταλικά και τα λατινικά, από το 1524. Το σχολείο αυτό, βέβαια, αφορούσε μόνον τους άρρενες γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών του νησιού, ίσως και κάποιων εύπορων αστών.
Από εκεί και κάτω, τα παιδιά των κατώτερων τάξεων της πόλης και της υπαίθρου, μπορούσαν να μάθουν γράμματα, μόνο αν οι γονείς τους ήταν σε θέση να πληρώσουν κάποιον ιδιώτη δάσκαλο, συχνά περιορισμένων δυνατοτήτων. Τα ελάχιστα παιδιά του πόπολου και των χωρικών που μαθήτευαν πλάι σε κάποιον ιερωμένο ή λαϊκό δάσκαλο, μάθαιναν συνήθως απλώς να διαβάζουν ελληνικά, ή στην καλύτερη περίπτωση, και βασικά στοιχεία αριθμητικής.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι σε ό,τι αφορά στις κατώτερες τάξεις, η εκπαίδευση των Επτανησίων δεν διέφερε σε τίποτα των άλλων Ελλήνων των τουρκοκρατούμενων περιοχών. Σε όλες τις ελληνικές περιοχές, τα ελληνικά γράμματα τα δίδασκαν κυρίως ιερωμένοι, στα σπίτια, τις ενορίες τους, ή στα μοναστήρια που μόναζαν. Δίδασκαν κυρίως χρησιμοποιώντας εκκλησιαστικά βιβλία, αφού ήταν τα μόνα που μπορούσαν να βρεθούν σε κάθε ελληνική περιοχή, σε μια εποχή που δεν υπήρχε ελληνικό τυπογραφείο.
Ως εκ τούτου, η εκπαίδευση των Ελλήνων ήταν μια πολυέξοδη και επίπονη διαδικασία, ανεξάρτητα από τον κυρίαρχο. Αυτό που έβλαψε την ανάπτυξη ενός στιβαρού ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος δεν ήταν ο διωγμός των ελληνικών σχολείων και των διδασκάλων, αλλά η παντελής αδιαφορία των Οθωμανών και των Βενετών για την εκπαίδευση των υπηκόων τους. Έτσι, λοιπόν, το «Κρυφό Σχολειό» ίσως να αποτελεί μια πραγματικότητα, υπαρκτή όμως σε συγκεκριμένες περιόδους κρίσεως, όπως κατά τα Ορλωφικά, την Επανάσταση του 1821 κ.α.
Το Ελληνόπουλο των περασμένων αιώνων ήταν συνήθως υποχρεωμένο να ξυπνά πριν το χάραμα, να βαδίζει αρκετά χιλιόμετρα ξυπόλητο μες το σκοτάδι, για να φτάσει στο «σχολείο» που μπορεί να μην ήταν κρυφό, ήταν όμως δύσκολο, έως σκληρό. Έπειτα, έπρεπε να αγωνιστεί σκληρά μαζί με τον δάσκαλό του για να μπορέσει να διαβάσει τα δύσκολα και συχνά ακατανόητα ελληνικά από παμπάλαια και φθαρμένα βιβλία, για να μπορέσει να ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον στην Εκκλησία, το εμπόριο ή ως συμβολαιογράφος. Το ίδιο σκληρά έπρεπε να αγωνίζονται και οι γονείς του προκειμένου να μπορέσουν να πληρώσουν τα λίγα γράμματα που μπορούσε να διδάξει ο δάσκαλος.

ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΑΘΗΤΕΙΑΣ ΤΟΥ 17ου αι.

1602, ημέρα 6 του Ιουνίου μηνός στο χωρίο των Συναράδων, ο κυρ Μάρκος Βέργης από χωρίου Κουραμάδων, την σήμερον συμφώνησαν με τον ευλαβέστατον Ιερομόναχον κύριον Διονύσιον, τον κατά κόσμον Βασιλά, και έδοσε το παιδίον αυτού προς τον άνωθεν Ιερομόναχον, ονόματι Αποστόλη, ίνα μάθη αυτό το θεία και ιερά γράμματα εις δόξαν Χριστού. Ήγουν Οκταήχι και Ψαλτήρι και Απόστολον, να γνωρίζει αυτά και διαβάζη καλά και διακατέχη. Πληρωμή του άνωθεν Ιερομονάχου εστί βεβεομένι, ήτι διά τον Απόστολον, Ψαλτήρι τόλορα 8 προς λίτρες 6 το καθέν, με υπόσχεση του άνωθεν Βέργη ότι να δείνη τα άνωθεν τόλορα οκτώ εις βολές τρεις, ήγουν όταν μάθη το Οκταήχι να του δείνη τόλοτα δύο, τα δε έτερα τόλορα έξη να του τα δίδη όταν μάθη το ψαλτήρι. Εξεκαθαρίζη ούτος ότι αν το αυτό παιδί θέλει φύγη ή ο αυτός Βέργης ήθελε βγάλη το αυτό παιδί αυτού και δεν ήθελε το σφίση να μάθη, να ωφεληθή, να πληρώνη τα άνωθεν τόλορα, ήτι (8) προς τον άνωθεν Ιερομόναχον. Και ούτως εσυμφώνησαν ενώπιον μαρτύρων κυρ Γεωργίου Πακτίτη και κυρ Αντώνη Βασιλάκη από το άνωθεν χωρίον.

Α.Ν.Κ., Συμβ., Τόμος Ρ 6, σ. 1

(Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε από τον Ανδρέα Γραμμένο στην εφημερίδα "Η Κέρκυρα Σήμερα")