Θεματικές Ενότητες

1. Άρθρα που αφορούν στο χωριό: συλλογή δημοσιεύσεων που το περιεχόμενό τους αφορά στο χωριό των Κουραμάδων.

2. Οικογένειες των Κουραμάδων: Γενεαλογικά και άλλα στοιχεία που αφορούν στις οικογένειες που ζούσαν και ζουν στους Κουραμάδες.

3. Παραδόσεις: Τοπικά ήθη και έθιμα του χωριού των Κουραμάδων και της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Κέρκυρας.

4. Προσωπικότητες των Κουραμάδων: Πληροφορίες για εξέχοντες Κουραμαδίτες.

15 Φεβρουαρίου 2009

Γεράσιμος Χυτήρης


Ο Γεράσιμος Χυτήρης είναι ένας από τους σημαντικότερους Κουραμαδίτες της πρόσφατης ιστορίας του χωριού, του οποίου η προσωπικότητα και το έργο κόσμησε και ακόμη κοσμεί ολόκληρο το νησί της Κέρκυρας. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην άοκνη εργασία του για τον πολιτισμό του νησιού, αλλά και στην προσωπικότητά του που χαρακτηριζόταν από μετριοφροσύνη, αγάπη για την πατρίδα του και τους ανθρώπους της.
Γεννήθηκε στους Κουραμάδες το 1913, από τον Θεόδωρο Χυτήρη και την Κατερίνα Γραμμένου. Ο Θεόδωρος αγαπούσε τα γράμματα, όμως η απώλεια του πατέρα του και οι ανάγκες της ζωής δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει σπουδές πέρα από το Ελληνικό Σχολείο των Καστελλάνων όπου φοίτησε για δύο χρόνια. Παρόλα αυτά, ως αντίδραση στη δική του πορεία, φαίνεται ότι ήταν αποφασισμένος να προσφέρει στον γιο του, Γεράσιμο, όσα ο ίδιος είχε στερηθεί. Έτσι, ο Γεράσιμος ακολούθησε μία πορεία στην εκπαίδευση, η οποία ξεκίνησε από το Δημοτικό Σχολείο των Κουραμάδων (1920-1924), συνεχίστηκε στο Σχολαρχείο Καστελλάνων (1924-1927) και έκλεισε στην Ιερατική Σχολή της Κέρκυρας μέχρι τον τερματισμό της λειτουργίας της το 1930. Το κλείσιμο της σχολής αυτής κόστισε ίσως στον Γεράσιμο Χυτήρη τη συνέχιση των σπουδών του, καθώς δεν μπορούσε πλέον να εισαχθεί στο Γυμνάσιο. Ενδεχομένως, λοιπόν, το γεγονός αυτό να στάθηκε  ως τροχοπέδη στην εξέλιξή του ίσως στον ακαδημαϊκό χώρο.
Σε πείσμα, πάντως αυτής της εξέλιξης, ο Γεράσιμος Χυτήρης, φρόντισε ο ίδιος για την περαιτέρω μόρφωσή του και απτόητος διεκδίκησε τη θέση του στην πνευματική ζωή του τόπου. Το 1931, δεκαοκτώ μόλις ετών, δημοσίευσε στο περιοδικό «Επτάνησος» το πρώτο του ποίημα με τίτλο «Πόθος». Το ποίημα αυτό έμεινε ουσιαστικά χωρίς συνέχεια για μερικά χρόνια, αφού η στράτευση, οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις και αργότερα ο πόλεμος και η Κατοχή δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει στο πεδίο της λογοτεχνίας.
Στο τέλος του πολέμου, πάντως, ο Γεράσιμος Χυτήρης φάνηκε «ετοιμοπόλεμος», ξεκινώντας μία πολύχρονη και επιτυχημένη συνεργασία με τον Κώστα Δαφνή στην εφημερίδα του, «Κερκυραϊκά Νέα», και αργότερα στα «Κερκυραϊκά Χρονικά». Η ταυτόχρονη σχεδόν πρόσληψή του στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών, βοήθησε επίσης στη συγγραφική δραστηριοποίησή του, αφού αφενός τον σταθεροποίησε επαγγελματικά, και, αφετέρου, επειδή τα πολλά προβλήματα στον χώρο της εργασίας του τον ώθησαν σε άλλες διεξόδους όσον αφορά στις πνευματικές του ανησυχίες και την ανάγκη του για δημιουργία.
Από τότε, και μέχρι σχεδόν τον θάνατό του, ο Γεράσιμος Χυτήρης αρθρογραφούσε τακτικά, θίγοντας θέματα ιστορίας και πολιτισμού της Κέρκυρας, αλλά και σύγχρονα ζητήματα, με τρόπο δεικτικό, αλλά και εποικοδομητικό. Η ηθική του ιδιοσυγκρασία τον ωθούσε σε μία αδέκαστη και συνάμα δίκαιη κριτική φαινομένων, νοοτροπιών και γεγονότων, προερχόμενη από την αγάπη του για τον τόπο και την αγωνία του για το μέλλον του. Παράλληλα με την δημοσιογραφική του ενασχόληση, ασχολήθηκε εκτενέστατα με την έρευνα στο ιστορικό και το λαογραφικό πεδίο, συλλέγοντας πολύτιμο υλικό και δημοσιεύοντας μελέτες οι οποίες απετέλεσαν έμπνευση για πολλούς, και οι οποίες ακόμη και σήμερα συνιστούν αναντικατάστατα εργαλεία για τους ερευνητές.
Τη λογοτεχνία δεν τη λησμόνησε -δεν θα μπορούσε άλλωστε- ως γνήσιο τέκνο της κερκυραϊκής παράδοσης που θέλει τη λογιοσύνη και τη λογοτεχνική δημιουργία να πηγαίνουν πλάι-πλάι. Μελέτησε όσο λίγοι τους Κερκυραίους λογοτέχνες της Επτανησιακής και της Κερκυραϊκής Σχολής, προσφέροντάς μάς μελέτες για τον Ντίνο Θεοτόκη, τον Λορέντζο Μαβίλη τον Γεράσιμο Μαρκορά, τον Ηλία Σταύρου και άλλους, αναδεικνύοντας το έργο τους. Παράλληλα, αποδείχθηκε άξιος μαθητής τους, όπως αποδεικνύεται από τις ποιητικές του συλλογές και το μικρό, αλλά μεστό και καλλίμορφο πεζογραφικό του έργο.
Για την εργογραφία του Γεράσιμου Χυτήρη έχουν γραφεί πολλά και η δημιουργία του, όπως και η σημασία της για την Κέρκυρα δεν χρήζουν άλλης παρουσίασης, και, οπωσδήποτε, άλλων εγκωμίων. Ούτε η προσωπικότητά του, η κοσμημένη από τις αρετές της φιλοπατρίας, της αναζήτησης της δικαιοσύνης και της μετριοφροσύνης έχει ανάγκη από διαφήμιση. Παρόλα αυτά, δεν θα μπορούσαμε να μην τον αναφέρουμε σε τούτη την παρουσίαση του χωριού στο οποίο γεννήθηκε, καθώς δεν αποτελεί απλώς έναν μεγάλο Κουραμαδίτη, αλλά, πάνω από όλα, ένα λαμπρό παράδειγμα, το οποίο οφείλουμε να αναδεικνύουμε.
Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε μερικά στοιχεία του έργου του που έχουν σημασία για το χωριό που τον γέννησε.
 Κατ’ αρχήν το περίφημο «Κερκυραϊκό Γλωσσάρι» του, το οποίο αποτελεί θησαυρό για τη μελέτη της κερκυραϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς, έχει ιδιαίτερη σημασία για την περιοχή των Κουραμάδων, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των λημμάτων του αφορά στο τοπικό ιδίωμα της Μέσης. Και τούτο είναι ξεχωριστό γιατί η συνήθης πρακτική της ιστοριογραφίας και των επιστημονικών ιστορικών μελετών είναι να επικεντρώνεται η έρευνα στο κέντρο, την πόλη της Κέρκυρας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται στρεβλές εντυπώσεις και να εξάγονται συμπεράσματα που αποκλίνουν από την πραγματικότητα, όσον αφορά στο παρελθόν και το πολιτισμικό υπόβαθρο του νησιού.
 Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της στρεβλής εικόνας της Κέρκυρας ως αποτέλεσμα έρευνας η οποία επικεντρώθηκε στην πόλη, μπορεί να αναφερθεί η μελέτη «Οἱ ξένοι ἐν Κερκύρᾳ» του Σπυρίδωνα Στούπη, όπου οι Κερκυραίοι παρουσιάζονται ως ελλιπείς ελληνικής εθνικής συνείδησης, κατά πλειοψηφία Καθολικοί στο δόγμα, το κερκυραϊκό ιδίωμα ως ελάχιστα ελληνικό κ.α. Αν και το έργο αυτό ελέγχεται επιστημονικά καθώς έχει βασιστεί σε λανθασμένη μέθοδο και υποπίπτει συχνά σε αναχρονισμούς, συναισθηματισμούς που γεννούν την εμπάθεια του συγγραφέα και αναγωγή του μερικού σε γενικό, έτυχε της αναγνώρισης από την Ακαδημία Αθηνών η οποία το βράβευσε, συμβάλλοντας έτσι στη διάχυση μίας εντύπωσης για τους Κερκυραίους, η οποία είναι τουλάχιστον ανυπόστατη και άδικη.
Με το «Κερκυραϊκό Γλωσσάρι» και τη μελέτη του «Το γλωσσικό ιδίωμα της Κέρκυρας», ο Γεράσιμος Χυτήρης αποκατέστησε την πραγματικότητα με τρόπο αθόρυβο, αλλά και τελεσίδικο. Μέσω της καταγραφής και της ανάλυσης της ντοπιολαλιάς της Μέσης Κέρκυρας, δηλαδή του κομματιού εκείνου της κερκυραϊκής υπαίθρου που συγκέντρωνε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, απέδειξε τη διαχρονικότητα του ιδιώματος και τη δομική του συνέχεια από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, παρά την εξακοσιόχρονη σχεδόν ξενική κυριαρχία, και παρά τη συνεχή επαφή των κατοίκων της Μέσης με το κερκυραϊκό άστυ όπου κυριάρχησαν σε αυτό το διάστημα ιταλικά πολιτιστικά πρότυπα και η γλώσσα της κυριάρχου Βενετίας.
Και για τα δύο αυτά έργα ο Γεράσιμος Χυτήρης βασίστηκε στα δικά του ακούσματα, στην παρατήρηση του γλωσσικού εργαλείου των δικών του ανθρώπων, των συγχωριανών του. Οπωσδήποτε, αξιοποίησε και άλλο υλικό, όμως είναι ξεκάθαρο ότι η ευρεία βάση της εργασίας του συνίστατο στην ντοπιολαλιά των Κουραμάδων.
Μα και στο λογοτεχνικό του έργο, βλέπει κανείς τον Γεράσιμο Χυτήρη να ανατρέχει στο χωριό του, στις εικόνες και τ’ ακούσματά του, όταν πρόβαλλε η ανάγκη να αναφερθεί στην κερκυραϊκή ύπαιθρο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του έργου του «Το μέγα δρυ», ένα αφήγημα που θα τον κατέτασσε στους κορυφαίους Έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του αν είχε προβληθεί στους λογοτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας και ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν λίγο πιο «ματαιόδοξος». Στο έργο αυτό πραγματεύεται την έλευση και εγκατάσταση μικρασιατών προσφύγων σε ένα χωριό της Κέρκυρας. Όταν ο αναγνώστης θεωρήσει ότι το χωριό αυτό είναι οι Κουραμάδες, η χωροταξία και η «σκηνοθεσία» της ιστορίας μπαίνουν στη θέση τους και η δράση αποκτά απόλυτη σαφήνεια. Δεν είμαστε σε θέση να πούμε αν αντίστοιχα έπραξε και για κάποια από τα πρόσωπα που εμφανίζονται στο αφήγημα, είναι όμως βέβαιο, ότι μέσα από τη διήγησή του, ο Γεράσιμος Χυτήρης διέσωσε ένα μέρος της εικόνας των Κουραμάδων όπως ήταν κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Η μετριοφροσύνη του και η έλξη που του ασκούσε η έρευνα και η συγγραφή τον έκαναν να φαίνεται κλειστός και απρόσιτος σε πολλούς συγχωριανούς του. Ερχόταν συχνά με το λεωφορείο της γραμμής, και κατευθυνόταν αμέσως προς το πατρικό του σπίτι στη Μεγάλη Πέτρα. Δεν κυκλοφορούσε ιδιαίτερα στο χωριό, παρά προτιμούσε τη γραφίδα του και τα βιβλία του από το καφενείο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η μνήμη του είναι πιο έντονη στην πόλη της Κέρκυρας, παρά στο χωριό που τον γέννησε. Όμως, όσοι Κουραμαδίτες είχαν τη χαρά να μελετήσουν τις εργασίες και τα λογοτεχνήματά του, έχουν εκτιμήσει βαθύτατα το έργο του, όσοι ήρθαν σε επαφή με τους χώρους στους οποίους εκείνος κινούταν στην πόλη, την Αναγνωστική, την Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών κ.α., αισθάνονται υπερήφανοι που κατάγονται από το ίδιο μέρος με τον Γεράσιμο Χυτήρη. Πάνω από όλα, όμως, όλοι τον αναγνωρίζουν ως ένα πρότυπο φιλοπατρίας και λογιοσύνης, το οποίο επιβάλλεται να γνωρίσουν και άλλοι…

Ανδρέας Γραμμένος

(τα βιογραφικά στοιχεία αντλήθηκαν κυρίως από το βιβλίο του Θεοδόση Πυλαρινού "Σημειώσεις ενός Κερκυραίου", εκδ. Γαβριηλίδης, 2010)

Παπα Σπύρος Κοσκινάς

υπό σύνταξη...